twill$85904$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

twill$85904$ - translation to ελληνικό

TEXTILE WEAVE IN WHICH WEFT THREADS PASS OVER ONE AND UNDER TWO OR MORE THREADS OF THE WARP, PRODUCING A DIAGONAL RIB OR PATTERN
Twill weave; Twill Weave; Twills
  •  peg loom]]
  • A 3/1 twill, as used in [[denim]]

twill      
n. ύφασμα με διαγωνίους παράλληλους γραμμές

Ορισμός

twill
¦ noun a fabric so woven as to have a surface of diagonal parallel ridges.
Derivatives
twilled adjective
Origin
ME: from a var. of obs. twilly, from OE twi- 'two'.

Βικιπαίδεια

Twill

Twill is a type of textile weave with a pattern of diagonal parallel ribs. It is one of three fundamental types of textile weaves along with plain weave and satin. It is made by passing the weft thread over one or more warp threads then under two or more warp threads and so on, with a "step," or offset, between rows to create the characteristic diagonal pattern. Because of this structure, twill generally drapes well.